εἰσοικίζω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.2.30, Call.Fr.178.34, Paus.10.17.10, Ael.NA 10.31


A Ien v. med.-pas., intr.

1 de grupos humanos o anim. establecerse, asentarse ἐς τοὺς Αἰθίοπας Hdt.l.c., ἐς δὲ τὴν Κρήτην ἐρημωθεῖσαν Hdt.7.171, ἐσῳκισμένα οὕτω (pueblos) que se han establecido de esa manera Paus.l.c., c. adv. de lugar (τοὺς δήμους) τηνικαῦτα εἰσοικίζεσθαι Ph.2.182, ἀπὸ τῶν εἰσῳκισμένων ἐκεῖ ... ἀνθρώπων Str.16.2.31, c. compl. implíc. ὅσῳ γε μὴν πλείους εἰσοικίζοιντο τε καὶ ἀφικνοῖντο X.Vect.3.5, cf. Arist.Mete.351b31, οἱ μὲν βίᾳ εἰσῳκισμένοι Aristid.Or.26.29, de un enjambre στάντος δὲ καὶ εἰσοικισαμένου τοῦ ἐσμοῦ Gp.15.4.2
gener. entrar a habitar, instalarse c. giro prep. de direcc. ἐὰν δ' εἰς ἓν ... τούτων τῶν ... ἐργαστηρίων ἰατρὸς εἰσοικίσηται Aeschin.1.124, c. dat. ἐμὸς αἰὼν κύμασιν ... ἐσῳκίσατο del navegante, Call.l.c., c. adv. de lugar κἀνταῦθα πλησίον τῶν πυλῶν εἰσῳκίσαντο X.Eph.3.1.3, c. el compl. sobreentendido ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα Ar.Pax 260, δειμάμενος οἰκίαν οὐκ ἔφθη εἰσοικίσασθαι Ph.2.380, cf. Simp.in Cael.141.28; ὁ Εἰσοικιζόμενος El nuevo inquilino tít. de una comedia de Alexis, Ath.691e.

2 fig. instalarse, apropiarse de, hacerse habitual, habitar c. suj. de abstr., de un dios o personif. y giro prep. de direcc. (ἡ παρανομία) κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Pl.R.424d, τὰ γὰρ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.Fr.646, εἰσοικιζομένης εἰς αὐτὴν ... τῆς εὐδαιμονίας Plb.6.57.5, (Ἐρινύς) εἰς αὐτὸν γὰρ εἰσῳκίσατο τὸν Ἡρακλέα Philostr.Im.2.23, τῶν εἰσοικιζομένων εἰς αὐτὴν ψυχῶν Eus.PE 3.11.33, c. dat. κἂν εἰσοικίζηται τοῖς σώμασι (ἡ ψυχή) Gal.4.763, Χριστὸς ... εἰσοικίζεται ταῖς ψυχαῖς Origenes M.17.273A, c. ἐν y dat. ἐν τοῖς θνητοῖς εἰσοικίζεται Porph.Gaur.9.3, c. compl. implíc. εἰσῳκισμένης δὲ ὁμονοίας Synes.Prouid.1.15, cf. Procl.in Ti.1.5.4.

B tr., gener. en v. act.

I 1c. ac. de lugar entrar a habitar, ocupar οἴκους E.Io 841, tb. en v. med. οἶκον ἢ χώραν γνησίων ἔρημον διαδόχων ... εἰσοικισάμενοι Plu.Sol.7.

2 fig., en v. med. asentarse en, apoderarse de c. ac. de pers. Κυδίππην ὀλοὸς κρυμὸς ἐσῳκίσατο Call.Fr.75.19, κἀμὲ δὴ οὖν τὰ νῦν εἰσῳκισμένος (Διόνυσος) ref. a la bebida, Hld.2.23.5.

II c. ac. de pers. o anim.

1 instalar, poblar con Μακεδόνας δ' εἰσοικίσας Plb.5.100.8
alojar εἰσῴκισεν αὑτὸν εἰς τὴν Ἡρώδου συγγένειαν I.AI 17.324, θερμούθεις ἐσῴκιζον Ael.l.c., en v. pas. καὶ τῶν παρὰ σοῦ τῶν ὑπ[ὸ σ]οῦ εἰσοικισθησομένων τῷ ... οἴκῳ POxy.1641.4 (I d.C.)
fig. c. ac. de abstr. establecer firmemente, reafirmar τὰς δὲ ἀρετὰς εἰσοικίσαντα Ph.1.527, τὴν ἑαυτῆς νόησιν εἰς τὸν νοῦν Procl.in Prm.1165, ἐν ἑαυτῇ ... τὴν ... φύσιν Gr.Nyss.Hom.in Cant.87.7, tb. en v. med. οὐδὲ εἰσοικίζεται τὸν διάβολον y no acoge en su seno al diablo Olymp.Iob 375.19.

2 llevar a casa τὰς νύμφας ἡμῖν εἰσκαλεῖ καὶ εἰσοικίζει nos trae el agua y nos la lleva a casa Them.Or.11.152b, παλλακίδας καὶ ἑταίρας προλαβὼν εἰσοικίζει Basil.M.32.1248B
raro en v. med. αἱ δὲ χελιδόνες ὅσων μὲν δέονται τυγχάνουσιν εἰσοικισάμεναι Plu.2.984c.

3 en v. med. llevarse a casa el hombre a la mujer, e.e., tomar por esposa ὁ Θεοδόσιος τὴν Εὐδόκιαν Euagr.Schol.HE 1.20, εἴ τις βλέψειε πρὸς γυναῖκα φιλάνθρωπον, καὶ ταύτην εἰσοικίσαιτο Iust.Nou.18.11.