εἰσοικέω
I tr.
1 habitar
τὴν ΧαναναίανThdt.Is.6.354, en v. pas.
(ἑστίαν) μὴ ἀξίαν εἰσοικηθῆναιSch.Opp.H.2.417.
2 acoger dentro de casa, alojar, fig. guardar dentro c. compl. de abstr.
τὸν τῆς ἀληθείας ... λόγον ... εἰσοικῆσαι ἔνδονMac.Aeg.Serm.C 24.1 (p.128),
λύραν ἐναρμόνιον ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς εἰσῴκησαςGr.Naz.Ep.171.2.
II intr. instalarse, habitar fig. c. suj. abstr.
τὴν ἁμαρτίαν ... εἰς αὐτὸν εἰσῳκηκέναιMeth.Res.2.6.