εἰσοδιάζω
econ. pagar, ingresar
τοσοῦτο χρῆμ[α] ... ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐ[τῷ χρημάτω]νIKnidos 31.5.42 (II/I a.C.),
τὴν δὲ εἰς εἰκόνα δαπάνην ... ἐκ τοῦ ἰδίουTAM 2.1176.7 (Hefestión, imper.),
τὰ ἴσα εἰσοδιάσαι ... τοῖς κ[υριακο]ῖς λόγοιςPBeatty Panop.2.15 (III d.C.), cf. Eust.1788.2
•en v. pas.
τὸ ἀργύριον τὸ εἰσοδιασθὲν εἰς οἶκον κυρίουLXX 2Pa.34.14, cf. 4Re.12.5,
ὅπως ... εἰσοδιασθεῖ τὰ ὀφειλόμεναIG 5(1).1432.7 (Mesene I a./d.C.),
τὰ εἰσοδιασθένταlos ingresos Vett.Val.279.10.