< εἰσκᾰλέω
εἰσκατατάσσω >
εἰσκᾰτᾰδύνω
• Prosodia:
[-ῡ-]
sumergirse
fig.
ὄχλοιο περίστασιν εἰσκατέδυνεν
se sumergió en el corro del populacho
Timo
SHell
.808.1.