εἰσκομίζω
• Alolema(s): jón. y poét. ἐσ- Th.2.14, S.Fr.260a, E.HF 242
I tr. en v. act. y med.
1 c. ac. de cosa traer, importar, abastecer de
χόρτονHes.Op.606,
σῖτον εἰς τὴν γῆνD.S.12.63,
ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι ... οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντεςD.Chr.36.25,
πλῆθος ἐπιτηδείωνPolyaen.7.26, en v. pas.
ἐπειδὰν ἐσκομισθῶσιν πόλει (κορμοί)cuando (los troncos) hayan sido traídos a la ciudad E.HF 242,
τὸν σῖτον ἐκ τῆς χώρας καὶ τοὺς ἄλλους καρποὺς αἴτιος ἐγένετο εἰσκομισθῆναιfue responsable del abastecimiento de trigo y restantes productos del campo, IG 22.682.36 (III a.C.), cf. SEG 28.60.26 (Atenas III a.C.),
θύματα αὐτοῖς μόνον εἰσκομίζεσθαιI.AI 14.477,
αἱ εἰσκομιζόμεναι διὰ θαλάττης ... ἀγοραίlos suministros importados por mar D.H.3.44, cf. D.17.28, Aen.Tact.5.1, SEG 39.1180.16 (I a.C.),
τὰ εἰσκομιζόμεναlas importaciones op. τὰ ἐκκομιζόμενα Str.17.1.7, de alimentos llevados al estómago,
εἰς ταὐτὸ διὰ ταὐτοῦ εἰσκομιζόμενοιPlu.2.699f (cód.)
•fig. c. ac. abstr. aportar, proveer
δύο λύσεις εἰσκεκόμικε τῆς ἀπορίαςPorph.in Cat.139.30.
2 c. ac. de animado o cosa traer, introducir, hacer entrar en la casa, habitación u otros recintos
τὴν ξένηνA.A.951,
(τὸν Βρασίδαν) ἐς τὴν πόλιν ἔτι ἔμπνουν ἐσεκόμισανTh.5.10, cf. 6.45,
παρ' αὐτοὺς ... ἄνδρας ψιλούςTh.4.110,
εἰσκομίσας τὰ θηρία ἐδίδου τῷ πάππῳX.Cyr.1.4.10, cf. 9, en v. pas.
ἢ Ἀτρεῖ μούνῳ καὶ Ζεὺς τροπαῖος ἐσκεκόμισται τόποις;¿acaso el Zeus de la victoria ha sido acogido en su país sólo por Atreo? S.l.c., tb. c. ac. de cosa
πυρεῖον ... (ἔνδον) εἰσκομίζειPh.2.223,
τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸς τὸν ΚαίσαραPlu.Caes.49,
ξίφος εἰσεκόμισεν ὑπὸ τῷ χιτωνίσκῳPolyaen.8.46,
εἰσκομίζει τις ... τὰ γνωρίσματαLongus 4.34.3, en v. pas.
εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνουThphr.Fr.54
•en cont. funerario traer para enterrar
ἀλλ' ἐσκόμιζε τέκναE.HF 1422, abs.
εἰσκομίζιν καὶ θάπτιν ἰς τοῦτο τὸ μνημεῖονISmyrna 201.10 (II d.C.), en v. pas.
τὸ μεν σῶμα αὐτοῦ ε]ἰσκ[ο]μισθῆναι εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὴν καθήκουσαν κηδείανIPE 12.34.23 (Olbia I a.C.),
οὐδέ[να δὲ ἄλλον τινα] ἐξέσται εἰσκομισθῆναι σορ[ῷSEG 34.1401 (Licaonia, imper.)
•en v. med. traerse las cosas del campo a la ciudad en cont. bélico
ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην κατασκευήνTh.2.14, cf. 5, 13.
3 en v. med., c. suj. de ciu. aprovisionarse, abastecerse de mercancías
τὰ ἐπιτήδειαTh.6.22, cf. 7.13,
ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντοTh.1.117.
II intr., en v. med. y med.-pas. refugiarse en la ciudad trayendo sus pertenencias, en cont. bélico
εἰκὸς εἶναι ... ἐσκομιζομένων αὐτῶν τὴν στρατιὰν οὐκ ἀπορήσειν χρημάτωνTh.6.49,
οἱ Ἀθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳTh.2.18,
οἱ μὲν Μακεδόνες ... ἔς τε τὰ καρτερὰ καὶ τὰ τείχη ... ἐσεκομίσθησανTh.2.100.