εἰσκλείω
• Alolema(s): ἐσ- Hsch.


encerrar bajo llave, guardar las cosechas εἰσκεκλεικέναι ἐ[ν θησ]αυρῷ τῆς αὐτῆς κώμης PSakaon 6.6, cf. PThead.28.8 (ambos IV d.C.), τοὺς καρπούς Cyr.Al.M.68.1104D, ganado en el establo PRain.15.109.6 (VI d.C.) en BL 9.170, en v. pas. πάντα τὰ ἐξ ἀγρῶν ... ἐν ... τοῖς ἑκάστου θησαυροῖς εἰσκλείεσθαι πρέποι Cyr.Al.M.68.1104C
ἐσκλείει· εἰσάγει Hsch.