< εἰσιτητέον
εἰσιτητήρια >
εἰσιτητέος
,
-α, -ον
accesible
,
al que se puede entrar
ὅπως μὴ ... (τὰ ἀρχεῖα) εἰσιτητέα εἴη
Agath.19.4.