εἰσδύω
• Alolema(s): ἐσ- Il.23.622, Hdt.2.123, Herod.8.4, Paus.6.20.5, Arr.An.3.29.4, Ael.NA 6.5, Opp.H.3.580
A intr., gener. en v. med. y en aor. rad. act.
I
ἤλιος ... [τὸ]ν κῦσον ἐσδύςHerod.l.c.,
λίνου πολύωπον ὄλεθρον ἐσδῦναιOpp.l.c.
•c. εἰς y ac.
ψυχὴ ... ἐς ἄλλο ζῷον ... ἐσδύεταιref. a la transmigración del alma, Hdt.l.c., cf. D.S.5.28,
εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντεςse hundían las correas en las piernas (al contraerse por el frío), X.An.4.5.14,
τὸ δὲ καρκίνον ... εἰς τὰ κενὰ τῶν ὀστράκωνdel cangrejo ermitaño, Arist.HA 548a16, cf. 529b23,
παῖδες διὰ τῶν ὑπονόμων εἰς τὰ κεκοιλωμένα τῆς πέτραςD.S.3.13,
οἱ ἔλαφοι ... ἐς τὰς λόχμαςAel.l.c.,
μερῶν εἰς ἄλληλα εἰσδυομένωνPh.1.433, cf. Arr.l.c., tb. en v. act.
ἐσδὺς ... εἰς τὴν οἰκίανAr.Pl.204,
δαίμονας ... εἰς τὰ ἀνθρώπων εἰσδύειν σώματαHom.Clem.9.10,
εἴς τινα ὑπόνομονArist.Mir.838b4
•c. otros giros prep.
(πνεῦμα) ἐπ' ὀστέα καὶ μυελοὺς ... εἰσδύεταιHld.3.7.3,
λεπτομερέστερα ταῦτα ... κατὰ βάθος εἰσδύεταιGal.10.1017, tb. en v. act.
δι' ὀπῆς κάτωθεν εἰσδῦναι στέγηςXenarch.4.11, cf. I.AI 12.232, c. dat. loc.
εἰσδῦναι τοῖς πόροις λεπτομερέςGal.11.595, c. adv., esp. loc.
οὐκ οἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυE.IA 1583,
πόρρωThphr.Ign.39,
ἔνθα δέ σφισιν ὁ δράκων ἔδοξεν ἐσδῦναιPaus.l.c.,
εἴτε ... εἴδωλα ... εἴσω τῶν ὀψέων εἰσδύεταιGem.Opt.24.9, cf. Agath.2.5.6, de cantidad
εἰσδύεται γὰρ μάλιστα καὶ πλεῖστονdel vinagre como substancia, Thphr.Ign.25
•abs. Thphr.CP 4.12.8,
εἰσδύεσθαι νεκροὺς ... ἐμπατοῦνταςI.BI 6.432,
τὰ ἐσδυόμενα τῶν σαρκίωνlos trozos de carne que se meten (entre los dientes), Ael.NA 8.4, en v. act., sin indic. del lugar, Hdt.2.121β,
οὐκ ἀνοίγουσιν οἱ ψῆνες, ἀλλὰ συμμύειν ποιοῦσιν ὅταν εἰσδύωσινref. a una clase de higos, Thphr.CP 2.9.9, cf. 12.
2 entrar a formar parte de, ser admitido
οὐδ' ἔτ' ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαιni entrarás en la competición de jabalina, Il.l.c.,
εἰς δὲ τὴν ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώςD.11.4, en el Areópago, SEG 29.127.2.75 (Atenas II d.C.).
II fig.
1 adoptar
εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδύςde un parásito, Anaxil.32.3.
2 c. suj. abstr. meterse, invadir c. giro prep.
(ἀλήθεια) ... εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται τῶν ἀνθρώπωνPlb.13.5.5,
ἀσέλγεια καὶ δι' ὤτων καὶ δι' ὀφθαλμῶν ... εἰσδύεταιD.Chr.33.49
•c. ac.
ὁ ἔρως ... τὴν ψυχὴν ἐσδύεταιPhilostr.Ep.12, tb. en v. act.
οἷον εἰσέδυ μ' ... μνήμη κακῶνS.OT 1317.
3 integrarse, formar parte de c. ac.
τὸ μὴ ... καθ' αὑτὸ τὸ ψυχρὸν τὸ τῆς φύσεως ἔργον εἰσδύεσθαιel hecho de que el frío por sí mismo no forma parte de la obra de la naturaleza Alex.Aphr.Febr.9.1.
B tr. introducir
τὸν Χὰμ εἰς τὴν κιβωτόνEpiph.Const.Haer.39.3.2.