< εἱσδέκατος
εἰσδεκτικός >
εἰσδεκτήριος
,
-α, -ον
de acogida
(πολλά) εὐχαριστήρια καὶ εἰσδεκτήρια
Hippol.
Fr.in Pss
.p.145.2.