εἰσβαίνω
• Alolema(s): ἐσ- Il.1.310 (tm.), Hdt.3.41, Th.7.13, E.Alc.1055; aor. ἔσβην AP 7.621
A intr., temas de pres., aor. rad. o perf.
I c. suj. de pers.
1 embarcar abs. o c. ac. int. de la nave
οἱ δ' αἶψ' εἴσβαινονOd.9.103,
οἱ ξένοι μὲν ἀναγκαστοὶ ἐσβάντεςTh.l.c.,
οὔπω ναὸς εἰσέβην σκάφοςE.Tr.686,
εἴσβαινε δήAr.Ra.190, c. compl. prep.
ἐσέβη ἐς αὐτήν (sc. τὴν πεντηκόντερον)Hdt.l.c.
2 entrar c. ac. de direcc. o giro prep.
πρὸς ... νυμφεῖον ᾍδουS.Ant.1205,
δόμουςE.Med.380, IT 1079,
χθονὸς μέλαιναν ὄρφνηνE.HF 46,
εἰς ἁμαξιτόνE.El.775,
εἰς τὴν λόχμηνAr.Au.208,
εἰς τὸν σάκκον ὧδ' εἰσβαίνετεAr.Ach.745,
εἰς θάλαττανIsoc.Ep.4.8,
ε[ἰς τὴν συ]ναγωγήνManes 137.6,
δόμον ἌϊδοςAP l.c.,
ε[ἰς] οἶκονPFlor.295.8 (VI d.C.)
•fig.
ἄτης δ' ἄβυσσον πέλαγος οὐ μάλ' εὔπορον τόδ' εἰσβέβηκαA.Supp.471,
τοιαῦτα ... καὐτὸς εἰσέβην κακάS.OC 997,
ἐμοὶ ... οἶκτος δεινὸς εἰσέβηS.Tr.298,
κἀμὲ γὰρ τὸ δ[υ]σχερὲς τοῦτ' εἰσβέβηκενE.Fr.Hyps.67,
χορεῖον εἰσέβαινε ῥυθμόνMen.Dysc.951.
3 convertirse en, pasar a ser c. compl. pred.
ὅταν ὁ ἁπλοῦς ... εἰσβαίνῃ διπλοῦςref. a la encarnación, Cyr.Al.M.73.325A.
II c. suj. de cosa
1 venir de fuera, ser importado
εἰσέβαινον ἰσχάδεςAlex.122.
2 retroceder, recular de terrenos de labranza c. respecto al terreno vecino
ἀπηλιώτου ἐχόμενος (sc. κλῆρος) εἰσβαίνων βορρᾶal este un lote colindante que retrocede por el norte, PTeb.87.25, cf. 86.24 (II a.C.); cf. ἐκβαίνω A II 5.
B tr., en aor. sigm.
1 hacer embarcar
ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε θεῷ (tm.)Il.l.c.,
ληίδα τ' εἰσβήσαντεςA.R.2.167.
2 c. ac. de pers. hacer entrar, introducir
τῆς θανούσης θάλαμον ἐσβήσας (αὐτήν)E.l.c.,
Διόνυσος αὐτὸς μ' εἰσέβησ'el propio Dioniso me inició en los ritos, E.Ba.466.