εἰσανέχω
adentrarse, extenderse esp. de accidentes geog., c. gen.
κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχονταA.R.4.291,
χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήνA.R.1.1360, c. ac.
γαῖαν εἰσανέχει πέλαγοςA.R.4.1578
•alzarse
Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχειD.P.471.