< εἰσανοράω
εἰσάντᾰ >
εἰσανορούω
elevarse hacia
Ἠὼς οὐρανὸν εἰσανόρουσ<ε>ν
Q.S.2.658, 14.2, cf.
IAphrodisias
2.153 (IV d.C.).