εἰσαναβαίνω
subir a c. ac. de direcc.
Ἴλιον εἰσανέβησανIl.6.74,
ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοιIl.8.291, cf. Hes.Th.57, 508, Fr.211.10,
ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσαsubiendo al piso superior, Od.17.101, cf. 16.449,
ἐς δ' ὑπερῷ' ἀναβᾶσα (tm.)Od.19.602,
ἐπεὶ ... Ἠὼς ... οὐρανὸν εἰσαναβῇMimn.10.4, cf. Arat.32,
ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ'S.OT 876 (cód.),
ἄστυρον εἰσανέβαινενCall.SHell.289.2,
ἀκτὴν εἰσανέβαινονIl.18.68, cf. A.R.1.846,
ἄκατονref. la barca de los muertos AP 980.8 (Marc.Arg.), abs. Orph.L.170
•subir a, ascender a del alma, en epigr. funerar.
ψυχ]ὴ δ' αἰθέρα εἰσανέβηSEG 37.198 (Ática I a.C./II d.C.), cf. Corinth 8(3).658.5 (IV d.C.?).