εἰσαθρέω
• Alolema(s): ἐσ- Il.3.450, Theoc.25.215, ICr.4.325.1 (Gortina V d.C.)
1 divisar, ver
εἴ που ἐσαθρήσειεν Ἀλέξανδρονpor si veía a Alejandro, Il.l.c.,
εἴ μιν ἐσαθρήσαιμι πάροςTheoc.l.c.
2 mirar, contemplar
ἀστέρας εἰσαθρεῖςPl.Epigr.4,
εἰκόνα τήνδ' ἐσάθρειICr.l.c.,
γράμματα δ' εἰσάθρησ[ον] ἐλεϊνάdetén tu mirada en estas tristes letras, SEG 40.1105.2 (Lidia, imper.),
τὴν ... ἱππείαν ... μάστιγαMen.Prot.19.1.69
•fig. contemplar, examinar
ἱστορίην ἐσαθρήσας αἰῶνος δολιχὴν ἀτρεκέως ἔφρασενdicho del hist. Dexipo IG 22.3669.10 (III d.C.),
τὴν πολλὴν δύναμινPlot.3.7.3,
τὰ Ἀλανικὰ ἔθνηMen.Prot.19.1.85
•c. εἰς y ac.
εἰς ἐμὸν ἦθοςSEG 11.683 (Laconia II d.C.).