εἰσαγγελτικός, -ή, -όν


que acusa, acusatorio e.e. relativo a la eisangelia νόμος D.24.63, Hyp.Eux.3, 9, 40, Poll.8.51, καθ' Ἱμερ<α>ίου εἰ. (λόγος) (discurso) acusatorio contra Himerio Din.Fr.14.1, cf. 36.