< εἰρήναρχος
εἰρηνευτέον >
εἰρήνευσις
,
-εως, ἡ
conciliación
,
equilibrio
c. gen.
τῶν ἐγκεκρυμμένων αὐτῷ (
sc
. σώματι) ἐναντίων δυνάμεων
Iambl.
VP
229
•
pacificación
Cyr.Al.M.69.313B.