εἰρωνεία, -ας, ἡ
1 disimulo, ignorancia fingida frec. ref. a Sócrates, gener. en sent. neg.
ἡ εἰωθυῖα εἰ. ΣωκράτουςPl.R.337a, cf. Aristid.Or.28.83,
καταφρονητικὸν γὰρ ἡ εἰ.Arist.Rh.1379b31, cf. Plu.Tim.15,
τὴν διαφορὰν ἣν ἔχει ... κηδεμονικὴ νουθέτησις ἀρεσ[κούσης] μέν, ἐπιει[κ]ῶς δὲ [δ]ακνούσης ἅπαντας εἰρωνείαςPhld.Lib.fr.26.9,
εἰρωνείᾳ γὰρ ἐρώτησενRom.Mel.14.ιζʹ.6
•juzgada positivamente, Luc.Demon.6, DMort.6.5
•modestia fingida op.
ἀλαζονεία‘fanfarronería’ como ‘simulación exagerada’, Arist.EN 1108a22, cf. Basil.Ep.194
•gener. disimulo, fingimiento, hipocresía
ἡ μὲν οὖν εἰ. δόξειεν ἂν εἶναι ... προσποίησις ἐπὶ τὸ χεῖρον πράξεων καὶ λόγωνThphr.Char.1.1,
οὐκ ἐπαληθεύων, σὺν εἰρωνείᾳ δὲ καταψευδόμενοςEus.E.Th.2.12 (p.114), de los ritos judíos
τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας ... εἰρωνείαςEp.Diog.4.1,
ὢ τῆς εἰρωνείας· ... τὰς πράξεις αὐτοῦ τὰς ἀνοσίας παρ' ἐμοῦ βούλεται μανθάνεινHld.1.11.2, cf. LXX 2Ma.13.3, Ph.1.479, 2.123,
τίς ἂν ἐνέγκαι τὴν εἰρωνείαν τῶν λόγων ἀφορῶν εἰς τὴν ἐναντιότητα τῶν πραγμάτων;I.BI 4.279
•simulación como pretexto o evasiva para evitar comprometerse
οἱ δὲ τῶν πραγμάτων οὐ μένουσι καιροὶ τὴν ὑμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείανD.4.37, cf. 7, PSI 452.23 (IV d.C.).
2 ironía esp. como figura ret.
εἰ. μέν ἐστι τὸ διὰ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον δηλῶν, μετά τινος ὑποκρίσεωςHsch.,
εἰ. δέ ἐστι λέγειν τι μὴ λέγειν προσποιούμενον ἢ τοῖς ἐναντίοις ὀνόμασι τὰ πράγματα προσαγορεύεινAnaximen.Rh.1434a17, cf. Arist.Rh.1419b8, Hermog.Id.2.8 (p.364), Demetr.Eloc.291, D.H.Dem.23.3, Plu.2.632d
•gener., c. propósito de burla ironía, sarcasmo
τὴν εἰρωνείαν οὐ συνείς, ἀλλὰ νομίζων αὐτὴν τῷ ὄντι λέγεινAch.Tat.6.12.1,
τὰ περὶ τῆς Γαΐου θεοστυγίας αὐτῷ γραφέντα, ἃ μετὰ ἤθους καὶ εἰρωνείας «Περὶ ἀρετῶν» ἐπέγραψεν (ὁ Φίλων)Eus.HE 2.18.8.