εἰρηναρχικός, -ή, -όν
1 de la irenarquía, de la jefatura de policía
τειμηθεὶς ... τειμαῖς εἰρηναρχικαῖςCRIA 168.11 (Sebastópolis II d.C.),
εἰ. τάξιςA.Mart.13.2.2.
2 de paz
τριήρεις εἰρηναρχικαίref. a las naves aten., Sch.Ar.Ra.1071D.
τειμηθεὶς ... τειμαῖς εἰρηναρχικαῖςCRIA 168.11 (Sebastópolis II d.C.),
εἰ. τάξιςA.Mart.13.2.2.
τριήρεις εἰρηναρχικαίref. a las naves aten., Sch.Ar.Ra.1071D.