< εἴρην
εἰρηνάζω >
εἰρηναγωγέω
llevar en paz
,
conducir apaciblemente
ἐπὶ τὴν ἱερὰν τῆς πολιτείας ὁμόνοιαν
Clem.Al.
Paed
.1.8.65.