εἰρεσία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ép., jón. -ίη Od.10.78, 11.640, Hdt.4.110, A.R.1.608, Q.S.6.101
• Morfología: [plu. dat. εἰρεσίῃσι(ν) A.R.1.1152, Orph.A.1345]
I acción de remar, boga, remadura
τὴν δὲ (νῆα) φέρε κῦμα ῥόοιο, πρῶτα μὲν εἰ., μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖροςOd.11.640,
τείρετο δ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ' εἰρεσίης ἀλεγεινῆςOd.10.78,
εἰ. δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκοροςPi.P.4.202,
ἐοῦσα μῆκος μὲν πλόου εἰρεσίῃ χρεωμένῳ πεντεκαίδεκα ἡμερέωνHdt.1.203, cf. 2.11, E.Hel.1453, Hymn.Is.157 (Andros),
πλοῖα δὲ οὐ γινώσκειν αὐτὰς οὐδὲ πηδαλίοισι χρᾶσθαι ... οὐδὲ εἰρεσίῃde las amazonas, Hdt.l.c.,
εἰρεσίας ζυγόνbancada, banco de remeros S.Ai.248,
πρὸς τὴν εἰρεσίαν ὀξέως ἐκινοῦντοLuc.VH 1.40,
τὸ τάχος τῆς εἰρεσίαςPlb.1.46.12,
ἐπέσχον τὴν εἰρεσίανHld.1.31.3,
ἴδμονες εἰρεσίηςexpertos en la boga Q.S.l.c., cf. Orph.A.1295
•en plu.
τῶν Μακεδόνων ἤδη ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένωνPlb.5.2.11, cf. 109.4
•como proceso rítmico y acompasado
ξυνέχειν τὴν εἰρεσίανmantener el ritmo de la boga Th.7.14,
ναῦς ... ἐν τάξει τὰς εἰρεσίας ποιούμεναιD.S.14.62,
τὴν εἰρεσίαν οὐχ ὁμοζυγοῦντεςHld.2.2.3,
αὐλεῖν εἰρεσίαν τοῖς ἐλαύνουσιPlu.Alc.32, cf. Demetr.53, Luc.Dom.16, Aristid.Quint.57.27
•en dat. εἰρεσίᾳ a remo, a golpe de remo, remando
εἰρεσίῃ ... Λῆμνον ἵκοντοA.R.1.608,
ἐπείγετο δ' εἰρεσίῃ νηῦςA.R.4.210, cf. 1.964, D.H.3.44,
εἰρεσίᾳ πλεῖνPlu.2.941d, cf. Longus 2.21.1,
op. ἀνέμῳ πλεῖνPoll.1.103, tb. en plu.
ληξάντων ἀνέμων νῆσον λίπον εἰρεσίῃσινA.R.1.1152
•golpe de remo, batir de remos
ἡ εἰ. τῶν τριήρωνArist.Mete.369b10, cf. HA 533b6,
τῆς εἰρεσίας ... ὁ κτύποςD.P.Au.3.25
•impulso de los remos
ὅσσαι (νῆες) ὑπ' εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσηςA.R.1.114,
ὑπ' εἰρεσίῃσι θέεν ... ἈργώOrph.l.c., cf. 1088,
πυκναὶ εἰρεσίαιOpp.H.3.330
•fig. de diversos mov. rítmicos
εἰ. μαστῶνla boga de sus pechos, el rítmico golpear de sus pechos de Andrómaca, E.Tr.570,
εἰ. Διονύσουla boga de Dioniso ref. al mov. del antebrazo al llevar la copa a la boca una y otra vez, Dionys.Eleg.5.1, cf. 3.3,
Κύπριδος εἰ.la boga de Cipris en sent. erót. AP 5.204 (Mel.), del mov. del pulpo
ὑποπλώοντα λαθραίῃ εἰρεσίῃAP 9.14 (Antiphil.),
ἡ εἰ. τῶν πτερῶνel batir de las alas Luc.Tim.40, cf. Musc.Enc.2.
II concr.
1 banco de remeros, bancada
καθίσαντες ἐπὶ τῶν εἰρεσιῶν ... τοὺς ἄνδραςPlb.1.21.2.
2 embarcación de remos, barco de remos
ὀλίγης ναυτίλος εἰρεσίηςAP 7.287 (Antip.Thess.).
3 remo
εἰρεσία, κώπη, πλάτηcomo sinón., Ph.1.352, cf. 385.
4 en sent. colect. remeros
ἡ δε ναῦς ὅλη, μεστὴ πληρώματος καὶ τοσαύτης εἰρεσίας συγκεκροτημένηςPolem.Call.34, cf. Cyn.23, Opp.H.5.301.
• Etimología: De *ἐρετία, cf. ἐρ-ετης, c. alarg. métrico.