< εἰνᾰλίφοιτος
εἰνάνυχος >
εἰνάνῠχες
• Prosodia:
[-ᾰ-]
adv.
durante nueve noches
ἴαυον
Il
.9.470, cf. Hdn.Gr.1.45.
• Etimología:
De ἐνϜα (cf. ἐννέα) y νυχ- (cf. νύξ).