< εἰκῇ
εἰκηπονία >
εἰκήμαχος
,
-ον
que lucha alocadamente
Ῥόδιοι Ἀλέξανδρον τὸν εἰκήμαχον ... σέβουσιν
Clem.Recogn
.10.25.2.