< εἴκατι-
εἰκελόνειρος >
εἰκέλιος
,
-α, -ον
semejante
,
comparable
ἄναξιν εἰκέλιοι ἄνδρες
Man.3.237, cf. 6.346,
(χρῶμα) χρυσῷ εἰκέλιον
Zos.Alch.215.6.