< εἰκοσιεννέα
εἰκοσιέξ >
εἰκοσῐεννέᾰτος
,
-ον
vigésimo noveno
εἰκοσιεννεά{ε}του περιτελλομένου λυκάβαντος
IEryth
.311.2 (imper.).