εἰκοσάπους, -ουν
• Morfología: [gen. -ποδος]


metrol. que mide veinte pies κίονες IEphesos 661.28 (II d.C.), en geom. (ἡ πλευρά) Sch.Euc.13.38, (τὸ τετράγωνον) Sch.Euc.13.38.