< εἰκοσάκωπος
εἰκοσάμηνος >
εἰκοσάμετρος
,
-ον
métr.
de veinte metros
περίοδος ἀναπαιστικὴ εἰ. δεκάκωλος
Sch.Ar.
Pax
765a.