< εἰκοσιδύο
εἰκοσιείς >
εἰκοσιέβδομος
,
-ον
• Alolema(s):
εἰκοσέβδ-
PMich
.605.8 (II d.C.)
veintisieteavo
μέρος
PMich
.l.c., cf. 22.