< εἰκοσίπους
εἰκοσιτέσσαρες >
εἰκοσιτεσσαράπους
,
-ουν
subst. ἡ εἰ. (
sc
. εὐθεῖα) geom.
recta de veinte pies
Sch.Euc.10.333, 12.43.