< εἰκοσάς
εἰκοσάστεγος >
εἰκοσαστάδιος
,
-ον
• Alolema(s):
εἰκοσι-
Ael.Dion.
ε
13
de veinte estadios
πορθμός
Str.9.4.4, cf. Ael.Dion.l.c.