εἰκοσαπρωτεύω
desempeñar la función de εἰκοσάπρωτος, formar parte de los veinte primeros esp. frec. en part. aor. en inscr. honoríf. licias
εἰκοσαπρωτεύσας ἀπὸ νέας ἡλικίαςTAM 2.838a.8 (Idebeso II d.C.),
μέχρι τέλουςTAM 2.848.7 (Faselis, imper.),
εἰκοσαπρωτεύσαντα ἔτεσιν ἱκανοῖς ὡς μὴ μεμφθῆναι ὑπό τινοςSEG 41.1360.14 (Balbura III d.C.),
ἐπιεικῶς καὶ φιλαγάθωςTAM 2.838d.12 (Idebeso II d.C.).