εἰκοσαετής, -ές
• Alolema(s): εἰκοσαέτ- Hdt.1.136, Hp.Epid.5.50, Plu.2.113d; εἰκοσιετ- Pl.R.537b, D.C.55.9.2; ϜικατιϜέτ- IG 7.3068.2 (Lebadea III a.C.), SEG 26.509.5 (Hieto III/II a.C.)
• Morfología: [gen. -εος Hdt.l.c.; plu. nom. ϜικατιϜέτιες IG 7.3068 (Lebadea), SEG 26.509.5 (Hieto III/II a.C.)]
de veinte años de edad
ἡ παρθένοςHp.l.c.,
ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντεςPl.l.c.,
ϜικατιϜέτιες ἀπεγράψαντοIG l.c., cf. SEG l.c.,
εἰ. γὰρ ὢν ἐγὼ θνήσκω ταχύINikaia 195.7 (II/III d.C.),
ἡλικίαGal.17(1).616, Paus.6.14.2, Origenes Comm.in Mt.11.3
•subst. τὸ εἰ. edad de veinte años
ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι μέχρι εἰκοσαέτεοςempezando a los cinco años y hasta los veinte Hdt.l.c.,
ἡ νοῦσος λαμβάνει πρεσβύτερον εἰκοσαετοῦςHp.Int.43,
ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνωde la edad de veinte años para arriba LXX Ex.30.14, cf. Chrys.56.330,
ἀπὸ εἰκοσαετοῦς ἕως ἑξηκονταετοῦςLXX Le.27.3,
τινὰ νεώτερον εἰκοσιετοῦς ὑπατεῦσαιD.C.l.c.
•que dura veinte años
χρόνος εἰ. τυγχάνωνArist.Fr.652,
ὁ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων χρόνος εἰ. ἦνPlu.l.c., cf. Wilcken Chr.41.3.21 (III d.C.), Eus.VC 3.15, 22,
ὁ Κελτιβηρικὸς πόλεμος πρὸς Ῥωμαίους εἰ.Str.3.4.13, cf. D.S.15.66.