< εἰκοσάεδρον
εἰκοσαετηρίς >
εἰκοσαετηρικός
,
-ή, -όν
vicenal
,
del vigésimo aniversario
πανήγυρις
Eus.
VC
4.40.1,
ὕμνοι
Eus.
VC
1.1.1.