< εἰκοσαδραχμία
εἰκοσάδραχμος >
εἰκοσαδράχμιος
,
-ον
• Alolema(s):
cret.
ἰκατιδάρκμιος
ICr.App
.28A.13 (Lito VI a.C.)
• Morfología:
[plu. ac. -μιος
ICr.App
.l.c.]
que vale veinte dracmas
,
ICr.App
.l.c.