< εἰκονοποιός
εἰκονόφιλος >
εἰκονοστάσιον
,
-ου, τό
iconostasio
, especie de
capilla
con
imágenes
o
iconos
εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα
Anon.
in Rh
.78.2.