< εἰκονόμορφος
εἰκονοποιία >
εἰκονοποιέω
modelar
en v. pas.
ὀστέα τε καὶ νεῦρα καὶ σάρκας εἰκονοποιηθέντα
Iust.Phil.1
Apol
.19.1.