< εἰκονοκτίστης
εἰκονολογέω >
εἰκονολάτρης
,
-ου, ὁ
adorador de imágenes
ἵνα τοὺς ... εἰκονολάτρας ... ὑποτάξῃ
Agathan.
V.Gr.Ill
.34.