< εἰκονιστής
εἰκονογραφέω >
εἰκονιστός
,
-ή, -όν
capaz de imaginar
,
de representarse
c. gen.
δύναμις εἰκονιστὴ τῶν ἰδιωμάτων
Porph.
in Harm
.13.30.