< εἰκαιόβουλος
εἰκαιοδουλία >
εἰκαιοδάπανος
,
-ον
pródigo
,
despilfarrador
δεῖ τούτου (τοῦ Θεοῦ) μιμητὰς εἶναι ... μὴ εἰκαιοδαπάνους
Const.App
.2.24.7.