εἰδάλῐμος, -η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 hermoso, de bella apariencia
γυναῖκας ... τέσσαρας εἰδαλίμαςOd.24.279.
2 parecido a, semejante a c. gen.
λᾶες Σειρήνων ... εἰδάλιμοιAP 7.491 (Mnasalc.).
γυναῖκας ... τέσσαρας εἰδαλίμαςOd.24.279.
λᾶες Σειρήνων ... εἰδάλιμοιAP 7.491 (Mnasalc.).