εἰδωλόθυτος, -ον


I sacrílego βρώσεις ἀνόμους καὶ εἰδωλοθύτους ref. a Tiestes y Tereo, Polem.Phgn.9.

II neutr. subst., gener. plu. τὰ εἰδωλόθυτα carnes sacrificadas a los ídolos ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος Act.Ap.15.29, cf. LXX 4Ma.5.2, Ps.Phoc.31, 1Ep.Cor.8.1, φαγεῖν εἰδωλόθυτα Apoc.2.14, ἀπὸ δὲ τοῦ εἰδωλοθύτου λίαν πρόσεχε Didache 6.3, cf. Clem.Al.Paed.2.1.8, εἰδωλόθυτα ἀδιαφόρως ἐσθίουσι ref. a los valentinianos, Iren.Lugd.Haer.1.6.3, εἰδωλοθύτων ἀπογεύεσθαι Eus.HE 4.7.7.