εἰδωλομανία, -ας, ἡ
pasión por los ídolos frec. sinón. de εἰδωλολατρία culto a los ídolos, idolatría
εἰ. καὶ ἀθεότηςAth.Al.Inc.14, cf. Gent.10,
ἡ ἀπιστία καὶ εἰ.Anon.Mirac.Thecl.14.19,
εἰδωλομανίας ἐπιτελουμένης ἐν τῷ θεάτρῳA.Barn.16,
εἰς τὴν Αἰγυπτιακὴν εἰδωλομανίαν ... ὑπηνέχθη τὰ πλήθηBasil.M.30.129A,
ἡ εἰ. πομπαῖς καὶ τελεταῖς ... κρατυνομένηGr.Nyss.V.Gr.Thaum.20.14, cf. Nil.M.79.116A, Anecd.Ludw.208.14.