εἰδωλικός, -ή, -όν


I 1relativo a una imagen, no real, imaginario ἔμφασις Iambl.Myst.3.13, ἀμυδρότερον ... καὶ εἰδωλικώτερον τῶν αἰσθητῶν Syrian.in Metaph.101.24, cf. Dam.in Prm.453, τὰ ... εἰδωλικὰ γένη op. τὰ ἀληθῆ γένη Syrian.in Metaph.7.32
fig. simbólico ἰστέον ὅτι τῆς εἰδωλικῆς ῥητορικῆς ἐστὶν ὁ ἀποδοθεὶς ὅρος Sch.Pl.Grg.452e, cf. 456a.

2 crist. relativo a los ídolos, idolátrico ποιητὴς εἰ. poeta de ídolos Clem.Al.Prot.2.16, εἰδωλικαὶ ... πανηγύρεις Cyr.H.Myst.19.7, οἱ ναοὶ αὐτῶν οἱ εἰδωλικοὶ ἐπίμπραντο Chrys.M.62.649, Θεὸς εἰ. Chrys.M.59.49, εἰ. ἀσέβεια impiedad del culto a los ídolos Bas.Sel.Or.M.85.313A
neutr. subst. culto a los ídolos τι τῶν εἰδωλικῶν πρᾶξαι Chrys.M.62.412.

II adv. -ῶς

1 simbólicamente εἰ. τὰς ἀληθείας ὑποκρινόμενοι (οἱ δαίμονες) Sch.Pl.Grg.456a.

2 formalmente, con una forma determinada εἰ τὰ σωματικὰ πάντα ἐν σώματι μὲν ὑπάρχει εἰ., ἡ ψυχὴ δὲ λογικῶς Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1473B, cf. Porph.Sent.10.