εἰδωλεῖον, -ου, τό
• Alolema(s): -ιον LXX 1Ma.1.47, Cyr.H.Myst.1.8


templo de un ídolo οἰκοδομῆσαι βωμοὺς καὶ ... εἰδώλια LXX l.c., cf. A.Io.38.1, Ps.Callisth.1.33B, λατρεία δέ ἐστι διαβόλου, ἡ ἐν εἰδωλίοις εὐχή culto al diablo es la oración en los templos de ídolos Cyr.H.l.c., κατὰ τὴν θέσιν τοῦ καυθέντος εἰδωλείου Marc.Diac.V.Porph.75, fig. εἴ που εἰ. ᾠκοδόμηται εἰς τὴν καρδίαν Origenes Hom.1.16 in Ier.(p.16).