< εἴδουλις
εἰδοφόρος >
εἰδοφορέω
representar
,
ejecutar
,
realizar
τὰς πολεμικὰς καὶ συντόνους κινήσεις
en la danza pírrica
, D.H.7.72,
τὴν σίκιννιν
D.H.7.72.