< εἰδοποιέω
εἰδοποίησις >
εἰδοποίημα
,
-ματος, τό
copia de un modelo
c. gen.
οἱ ἑξῆς ἀριθμοὶ περιττοί, εἰδοποιήματα αὐτῆς (μονάδος) ὄντες
Theol.Ar
.9.