< εἶαρ
εἰαρινός >
εἰαριήτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
ἐαρίτης
Sch.Nic.
Al
.314e
mineral. otro n. de la
hematites
εἰ. λίθος
Aglaias
SHell
.18.19, cf. Sch.Nic.l.c.