ἔνοχος, -ον
• Alolema(s): arcad. ἴνοχος IPArk.24.23 (Alifeira III a.C.)
• Grafía: graf. ἔνουχος PPetr.3.56b.17 (III a.C.)
• Morfología: [eol. ac. plu. ἐνόχοις IG 12(2).526d.16 (Ereso IV a.C.)]
I
ἔνοχα δὲ κοιλίης ... ἔντεραHp.Ep.23,
ἐπ' ἀγκύρης ἔνοχον βάρος εἰς ἅλα δύνωνsumergiéndome en el mar en pos de un áncora pesada sujeta al fondo AP 7.506 (Leon.).
2 fig. sujeto a, presa de, dominado por creencias o circunstancias gener. neg., c. dat.
τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἔνοχοιArist.Metaph.1009b17,
τὸ δὲ προσεδρεύειν λίαν ... ἔνοχον (ποιεῖ τὴν διάνοιαν) ταῖς εἰρημέναις βλάβαιςArist.Pol.1337b17,
ἐθῶν γεροντικῶν οἷς ἔ., εἰς τὸ γῆρας ἂν ἔλθῃς, ἔσῃApollod.Com.7.2,
ταύταις ταῖς ἀνοίαιςIsoc.8.7,
τοῖς ἐπιληπτικοῖς ἔ.víctima de crisis epilépticas Plu.Caes.17,
ἔνοχοι τοῖς βακχικοῖς πάθεσι γυναῖκεςPlu.2.291a, cf. Alex.2,
τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖςPlu.Cim.4, tb. c. gen.
διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείαςEp.Hebr.2.15.
II jur.
1 sujeto a la justicia de, sometido a, responsable de las consecuencias del delito ante c. dat. de la instancia que garantiza el castigo:
a) los dioses
ὃς δ' ἂν ἀδικήσει τὸν κίονα ... ἔστω θεοῖς πᾶσιν ἔ.ITyriaion 27.27 (imper.), cf. RECAM 3.9.8 (Balbura, imper.),
εἰ δὲ μὴ ἔ. ἔστω τῇ Μητρὶ ὈρείᾳWiener Denkschr. 45.1897.54.79 (Enoanda), raro c. giro prep.
αὐτοὶ ἔνοχοι ἔντ ἐνς Ἀθαναίανque ellos mismos sean responsables ante Atenea, IG 4.554 (Argos VI/V a.C.);
b) las leyes
πολλοῖς ἔ. ἔστω νόμοις ὁ δράσας τι τοιοῦτονPl.Lg.869a,
ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ κατὰ τὸν τῆς οἰκονομίας νόμῳIOropos 324.50 (III a.C.), cf. IG 12(2).l.c., IPArk.l.c.;
c) otras instancias
τῷ συνεδρίῳEu.Matt.5.22,
εἰσοίσει δὲ οὐθεὶς νεκρὸν ἀλλότριον, ἐπεὶ ἔνοχος ἔσται τῷ φίσκῳ δηναρίοις ͵αRECAM 4.73.9 (Iconion, imper.);
d) juramentos vinculantes
ἔνοχοι μήτε τοῖς ὅρκοις οἷς ὤμοσαν οἱ ΛακεδαιμόνιοιPlb.12.6b.9, en doc. legales en pap.
ἢ ἔ. εἴην τῷ ὅρκῳPOxy.3912.23 (III d.C.), cf. PHib.83.9 (III a.C.), PPetr.l.c.,
ἔνοχοι ἐσόμεθα τῷ θείῳ ὅρκῳ καὶ τῷ περὶ τούτου κινδύνῳSB 7685.13 (IV d.C.).
2 sujeto, expuesto a las consecuencias del delito, gener. c. dat.:
a) la pena o el castigo
ἔ]νοχον ναι ζμίᾳIG 13.93.44 (V a.C.), cf. Lys.14.9,
ἀποκτείνας τοῦ φόνου τοῖς ἐπιτίμοις ἔ. ἐστινAntipho 4.1.6,
ἔνοχοι δεσμῷ γεγόνασινse han hecho reos de prisión D.51.4,
θανάτῳSIG 684.20 (Dime II a.C.), cf. IKibyra 2.18 (II a.C.), Wilcken Chr.13.11 (I d.C.), c. gen.
ἔ. θανάτουEu.Matt.26.66, cf. D.S.27.4,
τῆς αἰωνίου κολάσεωςAth.Al.M.28.664C, c. giro prep.
ἔνοχον εἶναι τὸν παραβαίνοντα ταῦτα ἐν τοῖς αὐτοῖς ...And.1.79;
b) un juicio, acusación o demanda (cf. tb. II 3)
αἰκίας δίκαις ταῖς ἐσχάταις ἔ. ἂν γίγνοιτοPl.Lg.869b,
ἔ. ἐστιν ... γραφῇ παρανόμωνArist.Ath.45.4, cf. X.Mem.1.2.64,
λιποταξίου (γραφῇ)Lys.14.5, cf. Arist.Oec.1349a19,
ταῖς αὐταῖς αἰτίαιςGorg.B 11a.22,
κρίνομες ... μὴ ἐνόχους Κλαζομενίους τοῖς ἐγ[κεκλη]μένοιςSEG 29.1130bis.A.24 (Clazomenas II a.C.),
ἔ. ἔσται τυμβωρυχίας ἐνκλήματιquedará expuesto a la acusación de violación de tumbas, IArykanda 121.12 (III d.C.), c. giro prep.
περὶ ταὐτάArist.Rh.1384b2;
c) maldiciones
ταῖς ἐκ [τῶν] νόμων ἀραῖς ἔ. ἔστωSokolowski 3.118.35 (Quíos IV a.C.), cf. D.19.201, RKilikien p.58 nota 1 (Cilicia II d.C.),
πάσαις ἀραῖςPh.1.527;
d) multas o sanciones
τοῖς αὐτοῖς ἐπιτίμοις ἔνοχοι ἔσονταιCOrd.Ptol.22.28 (III a.C.), cf. ICr.3.3.3A.78 (Hierapitna III/II a.C.), IBeroeae 1B.39 (II a.C.), Luc.Sat.10, c. giro prep.
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι ἔστωσαν κατὰ τὸν μαστρικὸν νόμονFD 3.238.4 (II a.C.), c. gen.
ὁ τελώνης τῷ παρακομίζοντι διπλοῦ ἔ. ἔστωque el aduanero deba al transportista el doble del valor de la mercancía SEG 39.1180.80 (Éfeso I d.C.).
3 expuesto a la acusación de, reo de gener. c. dat. del delito
τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασινAeschin.1.185,
τοῖς ψευδομαρτυρίοιςPl.Tht.148b,
τῷ φόνῳArist.Pol.1269a3, Antipho 1.11, cf. PTeb.960.10 (II a.C.), Paus.7.25.7,
τὸ τέμενος καθαιρέτω ... ἢ ἔ. ἔστω τᾷ ἀσεβείᾳSokolowski 3.136.29 (Yaliso IV/III a.C.), cf. PSI 515.17 (III a.C.), Plu.Per.33,
ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ παρησπ[ο]νδηκέναι καὶ λελύκεν τὰ(ς) συνθήκαςBCH 94.1970.638 (Malla III/II a.C.),
τῇ ἱερ[οσο]υλίῃIDarmezin 131.24 (Coronea III a.C.), cf. IBeroeae 1B.100 (II a.C.),
φωρᾷ λείαςPDryton 33.17 (II a.C.),
δωροδοκίᾳPh.2.254, tb. c. gen.
ἔνοχον εἶναι τοῦ φόνουAntipho 6.46,
τῶν βιαίων ἔ. ἔστωPl.Lg.914e,
μοιχείαςVett.Val.111.23, c. giro prep.
ὅπως ἔ. γένηται περὶ τοῦ φόνουPKöln 272.16 (III a.C.)
•raro en uso abs. culpable op.
καθαρός‘inocente’, Antipho 4.1.1, cf. Pl.Sph.261a.
4 culpable de delito o pecado contra c. gen. de pers. o cosas
ἔνοχοί σουLXX Is.54.17,
ἔ. ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ κυρίου1Ep.Cor.11.27,
γέγονεν πάντων ἔ.Ep.Iac.2.10.
5 sujeto a obligaciones legales ref. bienes,
op. ἀγωγός ‘disponible’ πάντα ἐν καιρῷ τελευτῆς παρ' ἐμοῦ πράγματα καὶ ἀγωγὰ καὶ ἔνοχαPMasp.312.46 (VI d.C.).