ἐκτείνω
A tr.
I de extremidades y partes del cuerpo
1 estirar, extender
οὔκουν ... πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖςA.Pr.323,
op. συγκάμπτωHp.Mochl.24,
σκέλεαHp.Fist.9, cf. X.An.5.8.14,
σὺ μὲν τέθνηκας καὶ ἐξέτεινας τὰ σκέληIMEG 76.2.1 (imper.),
ἐκτείνας εἰς τὸ ἔδαφος τοὺς πόδας(un caballo), Iambl.Fr.1,
τὰ γόνατ'Ar.V.1212,
δρομαίαν πτέρυγ'Ar.Pax 160,
τὸν τράχηλονX.Eq.1.8,
οὔκουν προβαλεῖ τὼ χεῖρε κἀκτενεῖς;¿no vas a adelantar y estirar los dos brazos? para remar, Ar.Ra.201
•esp. cirug. en la reducción de dislocaciones
τὰ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνονταHp.Mochl.38, cf. Hp.Art.23, op. συστέλλω:
δακτύλουςGal.19.475,
ἐκτείνων τὸν καρπὸν εἷς μῦςGal.2.245,
ὅλην τὴν χεῖραGal.2.276,
τοὺς δακτύλουςIG 42.121.27 (Epidauro IV a.C.),
ἐκτεταμένον ... τὸ σκέλοςHp.Art.60,
δεξιὰ τοὺς δακτύλους ἐκτεταμένους ἔχουσαD.S.3.4.
2 de la mano c. sent. esp. tender, extender
a) como gesto para expresar saludo, despedida
οὐδ' ἐξέτεινα χεῖρ' ἐπ' ἐκφορᾷ νεκροῦA.Ch.9,
οὐδ' ἐξέτεινα χεῖρ' ἀποιμώζων ἐμὴν δέσποινανE.Alc.768,
τὴν δεξιάνPlu.Cic.44
•afecto, súplica
παῖδα ... χεῖρας ἐκτείνοντά μοιE.Io 961,
ἔκτειν', Ἀγαυή, χεῖραςE.Ba.973, cf. El.823,
ἔκτεινόν σου τὴν χεῖραEu.Matt.12.13, cf. Eu.Marc.3.5
•benevolencia, buena disposición
ἐθάρρησαν ἐπὶ τὰ λοιπὰ τὰς χεῖρας ἐκτείνεινPlb.1.3.6, cf. 10.34.6, 15.23.8
•auxilio
πρὸς ἑτέρους ἐκτείνοντες (los aqueos) τὰς χεῖραςPlb.2.47.2, cf. Eu.Matt.14.31, en actos taumatúrgicos
τὴν χεῖρα ἐκτείνειν σε εἰς ἴασινAct.Ap.4.30, cf. Eu.Matt.8.3, Eu.Luc.5.13, Ep.Barn.12.2c,
ἐξέτεινε δ' ὁ ἄγγελος τὴν χεῖρα καὶ ἐπὶ ἹεροσόλυμαI.AI 7.327;
b) extender, alargar la mano para dar o recibir
ἕστηκεν ἐκτείνοντα (τὰ ἀγάλματα) τὴν χεῖρ' ὑπτίανe.e. en posición de recibir, Ar.Ec.782, cf. D.S.20.14, X.Eph.1.14.2, Them.Or.27.334a,
μὴ γίνου πρὸς μὲν τὸ λαβεῖν ἐκτείνων τὰς χεῖρας, πρὸς δὲ τὸ δοῦναι συσπῶνDidache 4.5, cf. Hierocl.Facet.213;
c) extender, alargar, levantar la mano para apoderarse de un arma
ἐξέτεινεν Ἀβραὰμ τὴν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τὴν μάχαιρανLXX Ge.22.10,
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασαν τὴν μάχαιραν αὐτοῦEu.Matt.26.51, para atacar o defenderse
ἐκτείναντα τὴν χεῖρα καὶ κατασχεῖν ἐθελήσανταI.AI 7.81,
ἐξέτεινεν τὰς χεῖρας καὶ ἔτυψέν μεSB 9421.19 (III d.C.)
•indicando intención hostil c. ἐπί:
ἐκτενῶ τὴν χεῖρα μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτηνLXX Ie.6.12,
οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ' ἐμέEu.Luc.22.53, cf. LXX 1Ma.6.25;
d) c. valor deíctico extender, señalar con para dar una orden
ἐξέτεινε τὴν χεῖρα κελεύων συλλαβεῖν αὐτὸνI.AI 8.233, cf. Eu.Matt.12.49, del gesto del orador
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτοAct.Ap.26.1;
e) como postura de oración
ἐκτείνας τὰς χεῖρας πρὸς τὸν κύριονLXX 1Es.8.70,
τὰς χεῖρας ... εἰς τὸν οὐρανόνLXX 4Ma.4.11,
ἐξετείνετε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρὸς τὸν παντοκράτορα θεόν1Ep.Clem.2.3.
3 de las facciones desfruncir, alisar implicando apaciguamiento
ὄμμα τ' ἔκτεινον φίλονE.IA 648,
ῥυτίδαςHp.Mul.2.188
•distender las facciones, pas.
ὡς ἂν Διὸς μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷS.Fr.902.
II ref. a todo el cuerpo
1 tender, acostar, recostar
ὡς νεκρόν νιν ἐκτείνουσιE.Hipp.789, cf. 786, D.S.16.94,
πλευρά τ' ἐκτεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖςE.Alc.366, c. indicación del lugar
τοὺς δύω (παῖδας) ἐπὶ τὴν πυρὴνHdt.2.107
•c. pron. refl.
πρὸς τὴν γωνίαν ἐξέτεινεν ἑαυτὴνCharito 1.9.5,
τὸ ... κῆτος ἐκτείνει ἑαυτὸ χαμαίHerm.Vis.4.1.9, pas.
δέμας τὸ σὸν ... ἐν λέκτροισιν ἐκταθήσεταιE.Alc.349,
ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν ἙλλάδαX.An.5.1.2, cf. Steril.248,
ὕπτιοι ἐκταθέντες ἐπὶ θυρεῶν κεῖνταιPosidon.68, cf. AP 11.210, 104.2 (Lucill.),
(κύνα) ἐκτεταμένον καθεύδονταPlu.2.157b.
2 estirar
ὁ ἐκτείνων ἑαυτὸν καὶ ἐκτείνεταιPh.1.94,
ἐκτείνας σεαυτὸν ὡς οἱ ἐσταυρωμένοιArr.Ench.3.6.22, pas.
κατακείσθω ὑπτίη καὶ ἄνω τοὺς πόδας ἔχουσα ἐκτειναμένηHp.Nat.Mul.5.
3 en equitación poner a galope tendido
προθύμως ἐκτείνων τὸν ἵππονX.Cyr.5.4.5.
III de inanimados y colect.
1 desplegar, extender textiles
ἐκτείνατ' αὐτόνla red utilizada para asesinar a Agamenón, A.Ch.983,
τὴν λινέην κατὰ κεφαλήνIG 7.3073.128 (Lebadea II a.C.),
ἐκτείναντες ὅσον ἦν ἰστίωνPlu.Dio 25,
σκηνὴν ἐ.Thdt.H.Rel.9.3, la cabellera
κόμην μὲν ἐπὶ σῷ κρατὶ ταναόνE.Ba.831
•en teorías sobre el cosmos, biológicas
τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρρινLXX Ps.103.2,
πότερα γὰρ [ὁρίζετε τὴν γ]ῆν κατὰ [τὸ μῆκος ἄν]ωθεν ... καὶ ἐπ' ἄπειρον ἐκτείνετε;Diog.Oen.66.2.2,
εἰς πᾶν μέρος ἐκτεῖναι τὰ πεφυκόταcomo propio de la αὐξητικὴ δύναμις Gal.2.16.
2 milit. desplegar
ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν κατὰ στόμ' ἐκτείνοντες ἀντετάξαμενE.Heracl.801,
εἴ τις ἐκτεῖναι φάλαγγα εὐπόρως δύναιτοX.Cyr.8.5.15, cf. Ach.Tat.3.13.7,
ἐπὶ μίαν ἐκτείνας ναῦν ... τὸν στόλονdesplegando la flota de una nave en fondo e.e. en una sola línea Plb.1.60.10,
τοὺς ... πεζοὺς ... ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείαςPlb.3.113.3,
ὑπὲρ τὸ τῶν Περσῶν κέρας τὴν φάλαγγαArr.An.2.9.4, en v. pas.
παριέναι ... ἐκτεταμέναις ταῖς ἁμάξαιςX.Cyr.5.4.45,
ἐκτεταμένοι πορευόμεθαX.Cyr.5.4.48,
συνθεασαμένων ... ἐκτεταμένους τοὺς ΚαρχηδονίουςPlb.1.27.7,
πρὶν ἐπὶ φάλαγγος ἐκταθῆναι αὐτοῖς τὴν ἵππονArr.An.5.16.4.
3 de objetos y armas poner delante, blandir
ἐκεῖσε κἀκεῖσ' ἀσπίδ' ἐκτείνων χερίE.Andr.1131,
ἐξέτεινε δ' εἰς ἧπαρ ξίφοςE.Ph.1421
•apuntar con
ἐκτείνας τὴν βακτηρίαν(de un filósofo, en el momento de hablar), Diog.Ep.38.2.
4 naút. echar, largar el ancla
ἐκ πρῴρης ἀγκύρας μελλόντων ἐκτείνεινAct.Ap.27.30.
IV fig.
1 dejar tendido, derribar, acabar con
ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ' ἔποςuna sola palabra te dejará tendido e.d. acabará contigo E.Med.585.
2 dirigir discursos, ruegos
πρὸς αἰθέρ' ἐκτενοῦμεν (θρήνους)E.Andr.93,
οἶμαι δὲ πατέρα ... πολλὰς γενείου τοῦδ' ἂν ἐκτεῖναι λιτάςcreo que mi padre me habría dirigido muchas súplicas por este mentón E.Or.290,
ἐξέτεινον λόγους καὶ οὐ προσείχετε1Ep.Clem.57.4.
3 llevar lejos, extender c. obj. abstr. o fig.
τῆς ἐπιθυμίης τὴν σπουδὴν ἀόριστον ἐκτείνωνHp.Ep.17.7, cf. Ach.Tat.3.4.5, Hld.9.26.2,
ὑπὲρ ἀμφοτέρων ... ἀγωνίαν ἐκτεῖναιD.60.30,
τὴν ψυχήνPh.2.204, cf. Charito 5.3.8, indicando dominación
μακρὰν ἐκτετακότες τὰς χεῖραςhabiendo extendido su dominio muy lejos Plb.5.34.9,
ὑπὲρ τὰς Ἡρακλείους στήλας ἐκτείναντες τὰ ὅπλαI.BI 2.375,
τὸ μεγ[α]λό[φ]ρον τῆς γνώμηςIG 7.2712.37 (Acrefia I d.C.),
ἐκτείνουσα τὴν πλεονεξίαν ἐπὶ ἸουδαίουςI.BI 1.360, cf. 2.184, 7.447,
εἰς τὰ δωμάτια ... ἐκτείνων ὥσπερ πλεκτάνας τὸ πολύπραγμονPlu.2.61c,
ἡ ... μεγαλοφροσύνη ... τὴν ... φιλανθρωπίαν ... ἐπὶ πᾶσαν ... τὴν οἰκουμένην ἐκτείνασαPOxy.3366.46 (III d.C.),
ἐπὶ τὴν ἁγίαν τρίαδα τὴν βλασφημίαν ἐκτείνοντεςGr.Nyss.Maced.106.30,
τὸ τῆς ἐνούσης ἐμοὶ βραχύτητος ἐκτείνοιμι μέτρονCyr.Al.Ep.4 en ACO 1.1.1 (p.26.7).
V c. valor espacio temp.
1 de discursos, razonamientos tratar por extenso, alargarse en
ταύτην μὲν ἐξέτειν' ἐμοῖς παραίνεσιν ἀστοῖσινA.Eu.707,
θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον τόδεA.A.829,
τοσοῦτο<ν> μῆκος ἔκτεινον λόγουA.Eu.201, cf. S.Tr.679, E.Med.1351, Plb.12.26b.4,
τὸν πότον ... μακρὸν ὑπ' ἀδολεσχίαςPlu.Alex.23
•extenderse en profundidad acerca de, tratar en detalle
πᾶσαν προθυμίηνHdt.7.10η,
περὶ πολλῶν πρηγμάτων πλεῦνα λόγονHdt.7.51.
2 prolongar en el espacio y tiempo, hacer largo, alargar, dilatar
μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίονE.Supp.1109,
ἄχρι μέσων νυκτῶν ἐκτείνοντες τὴν ἐδωδήνGal.1.28,
τοὺς περιπάτουςX.Mem.3.13.5
•gram. de vocales y sílabas hacer larga, alargar
ἐφ' ὅσον βούλεταιArist.Po.1458b8,
op. συστέλλωA.D.Adu.159.21
•del alargamiento de futuro
πᾶς μέλλων ... τὴν ἄρχουσαν (συλλαβὴν) ἐκτείνων κλιτικῶςTheodos.Can.85.22.
3 geom. enderezar, convertir en recta la línea quebrada, en v. pas.
ἡ κεκλασμένη ... ὅταν ἐκταθῇArist.de An.429b17.
B intr., gener. med.-pas.
I
ἀγκὼν ... οὐ δύναται ἐκτείνεινHp.Art.19,
ἐκταθείσης γὰρ τῆς καμπῆςal enderezarse la flexión Arist.IA 709b1,
καμπτομένης ἢ ἐκτεινομένης τῆς διαρθρώσεωςGal.1.234, cf. 233
•abs. extender estirar las manos o los brazos
οἱ ἀγωνιῶντες ... συγκαθιᾶσι καὶ ἐκτείνονταιArist.Pr.869b12
•en perf. estar extendido
ἡ χείρHp.Moch.1,
ἐκτετάσθαι πᾶν τὸ σῶμαHp.Art.67,
op. συστέλλω: μὴ ἔστω ἡ χείρ σου ἐκτεταμένη εἰς τὸ λαβεῖνLXX Si.4.31.
2 de todo el individuo tenderse, tumbarse, acostarse
πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείςE.IT 973
•en perf. estar acostado
ἁνὴρ ... ἐκτέταται νύχιοςS.Ph.857,
ἡδέως ... καθεύδω ἐκτεταμένοςX.Smp.4.31
•en aor. pas. yacer, quedar tendido
ἡττηθεὶς ... ἐξετάθηςde una estatua AP 9.441 (Pall.).
II de colect. e inanim.
1 desplegarse milit.
τευχεσφόρον μὲν λαὸν ἐκτείνοντ' ἄνω Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθονE.Supp.655,
ἐξέτειναν ἐπὶ τὴν ΓαβααLXX Id.20.37B
•en v. med.
ἡ φορά (el soplo del viento) ἐκτείνεταιArist.Pr.947a27,
ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖςLXX Pr.1.17.
2 ocupar un espacio en una o dos dimensiones, extenderse
ὁ ἀργυρώδης τόπος ... ἀεὶ ἐπὶ πλέον ἐκτεινόμενος φανερός ἐστινX.Vect.4.3,
αὐτὴ (ἡ οἰκουμένη) ... οὕτως ἐκτέταταιStr.2.4.7,
λείμων ... ἐκτέτατο πρὸ τοῦ ἄντρουLongus 1.4.3,
τὰ τείχη τῆς ῬώμηςLyd.Mens.4.155, de paises, pueblos
ἐκτεινομένη (Αἴγυπτος) μέχρις ΑἰθιόπωνI.BI 2.385,
Μαρμαρίδαι, τὸ μέχρι τῆς διψάδος ἐκτεταμένον φῦλονI.BI 2.381, c. ac. de rel.
τὸ μῆκος ἐκτείνεταιI.BI 3.38
•de objetos
ὁ βωμὸς ... εὖρος δὲ καὶ μῆκος ἐκτείνωνI.BI 5.225, cf. Gal.2.59
•c. pred.
σπλὴν ... ἐκτέταται ὁμοιόρρυσμος ἴχνει ποδόςHp.Anat.1
•en v. act.
χώρημα μέγα εἰς ἄπειρον ἐκτεῖνονPs.Callisth.1.31B.
III en usos técn., cien.
1 de los rayos visuales proyectarse a lo lejos, llegar más allá
ἡ ὄψις ἐκτεινομένη ἀσθενεστέρα γίγνεταιArist.Mete.374b11,
διὰ τὸ ἐπὶ πλέον ἐκτεινομένην <τὴν ὄψιν> διάστημα ἐξασθενεῖνOlymp.in Mete.234.19,
ἡ αἴσθησις ... θεωρεῖ ... ἐκτεινομένη εἰς τὸ ἔξωPorph.Sent.43.
2 estirarse, ponerse recto
ἐκτείνεται καὶ συγκάμπτεταιuna pieza de armadura articulada, X.Eq.12.5
•en perf. ser alargado
σχῆμα δ' ἔχει ἐν τῇ ὕστέρᾳ τὰ ... τετράποδα πάντα ἐκτεταμέναtodos los cuadrúpedos tienen forma alargada cuando están en la matriz Arist.HA 586a35,
σχοινίον εὖ ἐκτεταμένονHero Dioptr.20,
op. συστέλλεσθαιHero Dioptr.23.
3 jur. extenderse, ampliarse el sentido o alcance de una disposición, jurisdicción,
ἡ δὲ προσηγορία αὕτη καὶ ἐπὶ τοὺς ἐγγόνους ἐκτείνεταιDig.27.1.2.7,
ἐξουσίαν ἐκτειναμένην προφάσει τῆς ταμειακῆς κτήσεωςIust.Nou.30.5.
IV fig.
1 del estado de ánimo estar tenso, estar en tensión c. ac. de rel.
ἐκτέταμαι φοβερὰν φρέναS.OT 154.
2 c. compl. de abstr. extenderse, crecer
ὤ μοιχείας ἀπ' Αἰγύπτου μέχρις Ἰωνίας ἐκτεταμένηςAch.Tat.8.10.10,
τὸ κάλλος ... εἰς μέγεθος ἐκτείνεται πόθῳla belleza ... aumenta en el deseo (i.e. que provoca), Ach.Tat.2.36.1,
ἡ ψυχὴ ... εἰς πολλὰ ἐκτείνεταιVett.Val.237.8.
V usos temp.
1 extenderse, prolongarse, dilatarse
ὁ λόγοςPlu.2.185e, c. suj. de pers.
ἵνα μὴ συγγράμματα παρατιθεὶς ἐκτείνωpara no alargarme citando tratados, Phld.Piet.1280.
2 prolongarse, alargarse medic.
πνεύματα ... τὸ μὲν ἐκτεῖνον, τὸ δὲ κατεπεῖγονde formas de respiración morbosa, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.3, Coac.255.
3 gram. de vocales y sílabas alargarse, hacerse larga
τὰ εἰς «σ» λήγοντα ὀνόματα ... ἐκτείνεται «Κρής» ...A.D.Pron.27.2,
τὸ «ῑ» καὶ τὸ «ῡ» ἃ καὶ ἐκτείνεταιD.H.Comp.6.14.7,
δίχρονον ἐκτεινόμενονAristid.Quint.41.25, cf. D.H.Comp.6.14.10
•en perf. Hdn.Gr.2.10.27.