δῠσοσμία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Man.4.270; δυσοδμία App.BC 4.40, Ph.1.484, D.P.Au.1.5, Epiph.Const.Haer.26.1.2, 14.1; δυσοδμίη Hp.Nat.Mul.65


mal olor, hedor βοῆς τε καὶ δυσοσμίας γέμων S.Ph.876, cf. Fr.538, Hp.l.c., de las mujeres lemnias, Apollod.1.9.17, Sch.Pi.P.4.88b, τοῦ οἰκήματος Luc.Tox.29, νεκρῶν ἰχθύων δ. Ph.l.c., cf. D.S.31.9, App.l.c., Poll.2.75, τῶν τεθνηκότων D.P.l.c., cf. Man.l.c.
fig. ἐπισείεσθαι ἡμῖν τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοὺς ὥσπερ ... ὀχλήσεις τε καὶ δυσοδμίας Epiph.Const.Haer.26.1.2, ἀποκλεῖσαι τὸν βυθὸν τῆς δυσοδμίας ταύτης Epiph.Const.Haer.26.14.1.