< δίνησις
Δίνια >
δῑνητός
,
-ή, -όν
que gira dando vueltas
δ. πέτρος
de la muela de un molino
AP
7.394 (Phil.),
δινητῆσι πτερύγεσσιν
Epic.Alex.Adesp
.4.14.